- παλαγμός
- παλαγμός, ὁ (Α) [παλάσσω (Ι)]ράντισμα, πιτσίλισμα («πρὶν ἂν παλαγμοῑς αἵματος χοιροκτόνου αὐτὸς σε χράνῃ Ζεὺς καταστάξας χειροῑν», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλαγμοῖς — παλαγμός sprinkling masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)